εγρηγόρηση

εγρηγόρηση
[-ις (-εως)], εγρήγορση [-ις (-εως)] η бодрствование;
μεταξύ ύπνου και έγρηγορήσεως между сном и бодрствованием

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εγρηγόρηση" в других словарях:

  • εγρηγόρηση — η (Μ ἐγρηγόρησις) εγρήγορση …   Dictionary of Greek

  • εγρηγόρηση — η βλ. εγρήγορση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγρήγορση — εγρήγορση, η και εγρηγόρηση, η 1. η κατάσταση αυτού που αγρυπνάει, η αγρυπνία, το ξαγρύπνισμα. 2. μτφ., επαγρύπνηση, παρακολούθηση, επιτήρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»